- προδιαβάλλειν
- προδιαβάλλωraise prejudices against beforehandpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδιαβάλλω — Α 1. συκοφαντώ κάποιον εκ τών προτέρων («βουλόμενος προδιαβάλλειν τοὺς Ἀθηναίους», Θουκ.) 2. κατηγορώ κάποιον εκ τών προτέρων 3. παθ. προδιαβάλλομαι συκοφαντούμαι προηγουμένως («τοῑς προδιαβεβλημένοις καὶ ἀνθρώποις καὶ πράγμασιν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek